μιαιφόνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μιαιφόνος < (μιαίνω) μιαι- + φόνος. Ο Beekes[1] θεωρεί το μιαι- ρηματικό στοιχείο (όπως και στο ταλαί-πωρος) και ταιριαστό στη φράση «ὁ μιαίνων φόνῳ». Επίσης, στη μορφή μιηφόνος, το μιη-, πιθανόν δευτερογενές όπως και στο Ἀλθαμενης, Ἀλθημένης
Επίθετο
επεξεργασίαμῐαιφόνος, -ος, -ον, συγκριτικός : μιαιφονώτερος, υπερθετικός : μιαιφονώτατος
- ο αιμοχαρής ο στιγματισμένος από αίμα φόνου, ένοχος αιμοτοχυσίας
- όπως στο στίχο: «Ἄρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα» (φράση που λένε στον Άρη, η Αθηνά (Ε.31) και ο Απόλλωνας (Ε.455) στην 5η ραψωδία της Ιλιάδας)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 31 (στίχοι 29-34)
- […] ἀτὰρ γλαυκῶπις Ἀθήνη
χειρὸς ἑλοῦσ’ ἐπέεσσι προσηύδα θοῦρον Ἄρηα:
«Ἄρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα
οὐκ ἂν δὴ Τρῶας μὲν ἐάσαιμεν καὶ Ἀχαιοὺς
μάρνασθ’, ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ,
νῶϊ δὲ χαζώμεσθα, Διὸς δ’ ἀλεώμεθα μῆνιν;»- → δείτε μεταφράσεις στο Ἄρης
- ※ 4ος κε αιώνας Λιβάνιος, Decl.49.37.7, (Georgios Fatouros, Tilman Krischer, Dietmar Najock, Concordantiae in Libanium: Konkordanz O-R, εκδ. Olms-Weidmann, 2000, σελ. 2172 και πλήρες κείμενο
- εγώ δε καινότατος των πώποτε κακούργων γεγενημένων ομού κακόνους και μιαιφόνος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μιαίνω - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- μιαιφόνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μιαιφόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.