→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μιηφόνος τὸ μιηφόνον
      γενική τοῦ/τῆς μιηφόνου τοῦ μιηφόνου
      δοτική τῷ/τῇ μιηφόν τῷ μιηφόν
    αιτιατική τὸν/τὴν μιηφόνον τὸ μιηφόνον
     κλητική ! μιηφόνε μιηφόνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μιηφόνοι τὰ μιηφόν
      γενική τῶν μιηφόνων τῶν μιηφόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς μιηφόνοις τοῖς μιηφόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μιηφόνους τὰ μιηφόν
     κλητική ! μιηφόνοι μιηφόν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μιηφόνω τὼ μιηφόνω
      γεν-δοτ τοῖν μιηφόνοιν τοῖν μιηφόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μιηφόνος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

μιηφόνος, -ος, -ον