Δείτε επίσης: διάτονος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάτορος η διάτορη το διάτορο
      γενική του διάτορου της διάτορης του διάτορου
    αιτιατική τον διάτορο τη διάτορη το διάτορο
     κλητική διάτορε διάτορη διάτορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάτοροι οι διάτορες τα διάτορα
      γενική των διάτορων των διάτορων των διάτορων
    αιτιατική τους διάτορους τις διάτορες τα διάτορα
     κλητική διάτοροι διάτορες διάτορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάτορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάτορος [1] < διά- + τείρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈa.to.ɾos/ όπως προφερόταν στην καθαρεύουσα
ΔΦΑ : /ˈði̯a.to.ɾos/ νεότερη προφορά με συνίζηση
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐ά‐το‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

διάτορος, -η, -ο (θηλυκό και σε -ος, στην καθαρεύουσα)

  • (λόγιο και καθαρεύουσα, για ήχο) διαπεραστικός, οξύς, έντονος
    ※  Δύο φωναὶ ἀνδρικαί, ἡ μία βραχνή, ἐπίρρινος καὶ ὀργίλη, ἡ ἄλλη μελιχρὰ καὶ καταπραϋντική, ἠκούοντο συνεχῶς ἐναλλάσσουσαι· ἀλλ᾽ ἀμφοτέρων ἐδέσποζεν ὀξεῖα καὶ διάτορος φωνή, φωνὴ γυναικὸς νευροπαθοῦς, διαμαρτυρομένης, μὲ γοερὰς καὶ ἀπειλητικὰς κραυγάς, ἃς ἀκούων τις εὐλόγως ὑπέθετεν ὅτι μεγάλη συμφορὰ εἶχεν ἐνσκήψει. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Οἱ Χαλασοχώρηδες, 1892)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διάτορος τὸ διάτορον
      γενική τοῦ/τῆς διατόρου τοῦ διατόρου
      δοτική τῷ/τῇ διατόρ τῷ διατόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν διάτορον τὸ διάτορον
     κλητική ! διάτορε διάτορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διάτοροι τὰ διάτορ
      γενική τῶν διατόρων τῶν διατόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς διατόροις τοῖς διατόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διατόρους τὰ διάτορ
     κλητική ! διάτοροι διάτορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διατόρω τὼ διατόρω
      γεν-δοτ τοῖν διατόροιν τοῖν διατόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάτορος < διά- + -τορος < θέμα τορ- μεταπτωτική βαθμίδα από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terē-, (σχίζω, διατρυπώ)[1] (<τείρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

διάτορος, -ος, -ον

  1. διαπεραστικός, δηκτικός
  2. (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τῆς Ῥωμαίων τύχης, 12, 325d @scaife.perseus
    καὶ τῇ τῶν ὅπλων ὄψει μᾶλλον ἐκταραττόμενοι κλαγγῆς διατόρου καὶ τραχείας ἐνεπεπλήκεσαν τὸν τόπον·
  3. (για φόβο) ανατριχιαστικός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 181
    ἐμὰς δὲ φρένας ἠρέθισε διάτορος φόβος·
    κι εμέ το νου μου ερέθισε φόβος πολύ βαρύς,
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  4. διάτρητος, διαπερασμένος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 76 (76-77)
    ἐρρωμένως νῦν θεῖνε διατόρους πέδας· | ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς.
    Χτύπα τώρα γερά τα καρφιά πέρα ως πέρα, | γιατ᾽ έχεις δύσκολο κριτή σ᾽ αυτό σου το έργο.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1034
    λύω σ᾽ ἔχοντα διατόρους ποδοῖν ἀκμάς.
    Σου λύνω τα σχοινιά που σφίγγαν τα σφυρά τα τρυπημένα.
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.