διάτονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάτονος | η | διάτονη | το | διάτονο |
γενική | του | διάτονου | της | διάτονης | του | διάτονου |
αιτιατική | τον | διάτονο | τη | διάτονη | το | διάτονο |
κλητική | διάτονε | διάτονη | διάτονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάτονοι | οι | διάτονες | τα | διάτονα |
γενική | των | διάτονων | των | διάτονων | των | διάτονων |
αιτιατική | τους | διάτονους | τις | διάτονες | τα | διάτονα |
κλητική | διάτονοι | διάτονες | διάτονα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιάτονος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διάτονος
|