ανατριχιαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατριχιαστικός < ανατριχιάζω
Επίθετο επεξεργασία
ανατριχιαστικός
- που προκαλεί ανατριχίλα από φρίκη, τρόμο
- Μη μπαίνεις σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, αρκεί η ουσία
ανατριχιαστικός