Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατριχιαστικός η ανατριχιαστική το ανατριχιαστικό
      γενική του ανατριχιαστικού της ανατριχιαστικής του ανατριχιαστικού
    αιτιατική τον ανατριχιαστικό την ανατριχιαστική το ανατριχιαστικό
     κλητική ανατριχιαστικέ ανατριχιαστική ανατριχιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατριχιαστικοί οι ανατριχιαστικές τα ανατριχιαστικά
      γενική των ανατριχιαστικών των ανατριχιαστικών των ανατριχιαστικών
    αιτιατική τους ανατριχιαστικούς τις ανατριχιαστικές τα ανατριχιαστικά
     κλητική ανατριχιαστικοί ανατριχιαστικές ανατριχιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατριχιαστικός < ανατριχιάζω

  Επίθετο επεξεργασία

ανατριχιαστικός

  1. που προκαλεί ανατριχίλα από φρίκη, τρόμο
    Μη μπαίνεις σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, αρκεί η ουσία

  Μεταφράσεις επεξεργασία