Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κρακοβία οι Κρακοβίες
      γενική της Κρακοβίας των Κρακοβιών
    αιτιατική την Κρακοβία τις Κρακοβίες
     κλητική Κρακοβία Κρακοβίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κρακοβία < (άμεσο δάνειο) γαλλική Cracovie + -ία[1] → δείτε τη λέξη  πολωνική Kraków

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κρακοβία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)