Κρακοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κρακοβία | οι | Κρακοβίες |
γενική | της | Κρακοβίας | των | Κρακοβιών |
αιτιατική | την | Κρακοβία | τις | Κρακοβίες |
κλητική | Κρακοβία | Κρακοβίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚρακοβία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κρακοβία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κρακοβία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)