Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιθώριο τα περιθώρια
      γενική του περιθωρίου
περιθώριου
των περιθωρίων
    αιτιατική το περιθώριο τα περιθώρια
     κλητική περιθώριο περιθώρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιθώριο < ελληνιστική *περιθεώριον < ελληνιστική κοινή περιθεωρέω / περιθεωρῶ < περί + αρχαία ελληνική θεωρέω / θεωρῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική marge)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιθώριο ουδέτερο

  1. άγραφο τμήμα γύρω-γύρω σε σελίδα τυπωμένου βιβλίου ή αντίστοιχο τμήμα σελίδας τετραδίου
  2. (κατ’ επέκταση) το διάστημα, η απόσταση, χρονική ή υλική, που υπάρχει γύρω από κάτι που θεωρείται κεντρικό και κύριο
  3. (μεταφορικά) η απόκλιση από αυτό που θεωρείται ως κοινωνικό πρότυπο και είναι μερικώς ανεκτή από την κοινωνία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία