Δείτε επίσης: Παῦλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παύλος οι Παύλοι
      γενική του Παύλου των Παύλων
    αιτιατική τον Παύλο τους Παύλους
     κλητική Παύλο
& Παύλε
Παύλοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παύλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Παῦλος < λατινική Paulus < paulus (μικρός) < πρωτοϊταλική *paurelos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *péh₂uros < *peh₂w- (λίγος, μικρός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpa.vlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παύ‐λος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παύλος αρσενικό, στο θηλυκό: Παυλίνα (και Πωλίνα)

  1. ανδρικό όνομα (γιορτάζεται στις 29 Ιουνίου)
    ο απόστολος Παύλος (5-15 έως 66-68 μ.Χ.)
  2. (ελληνική ποικιλία αμπέλου, στον ενικό) ελληνική ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στα νησιά του Ιονίου και παράγει λευκό κρασί

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

ο Παύλος ως ξενικό όνομα:

  Μεταφράσεις επεξεργασία