Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πάβελ < (άμεσο δάνειο) ρωσική Павел και από διάφορες άλλες σλαβικές γλώσσες, όπως η τσεχική Pavel

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πάβελ αρσενικό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία