Πάβελ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Πάβελ < (άμεσο δάνειο) ρωσική Павел και από διάφορες άλλες σλαβικές γλώσσες, όπως η τσεχική Pavel
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πάβελ αρσενικό, άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Πάβελ Πέστελ στη Βικιπαίδεια
, Ρώσος στρατιωτικός κι επαναστάτης (1793-1826)
-
Πάβελ Κόχουτ στη Βικιπαίδεια
, διάσημος Τσεχοσλοβάκος συγγραφέας (γενν. 1928)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πάβελ
|