Παυλάρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Παυλάρας < δημώδης μεγεθυντική απόδοση του Παύλος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παυλάρας αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Παυλάρας
|
Παυλάρας αρσενικό
|