ύπαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ύπαρχος | οι | ύπαρχοι |
γενική | του | υπάρχου & ύπαρχου |
των | υπάρχων |
αιτιατική | τον | ύπαρχο | τους | υπάρχους & ύπαρχους |
κλητική | ύπαρχε | ύπαρχοι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ύπαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕπαρχος (υπαρχηγός στο στρατό) < ὑπό (ύπ-) + -αρχος (ἄρχω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.paɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐παρ‐χος
- ομόηχο: ίππαρχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαύπαρχος αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός, ναυτικός όρος) ο αμέσως επόμενος στην ιεραρχία κάτω από τον κυβερνήτη ενός πολεμικού πλοίου ή τον καπετάνιο ενός εμπορικού
- (ιστορία) αυτός που είχε την ευθύνη της τροφοδοσίας και γενικότερα της επιμελητείας ενός στρατού (ιδίως όταν βρισκόταν σε εκστρατεία)
- (ιστορία) υπαρχηγός, υποδιοικητής
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις υπό και άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σε πλοίο