Δείτε επίσης: ἵππαρχος, ίππαρχος, Ίππαρχος, Ἵππαρχος, ύπαρχος, ὕπαρχος, ἱππάρχας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱππάρχης οἱ ἱππάρχαι
      γενική τοῦ ἱππάρχου τῶν ἱππαρχῶν
      δοτική τῷ ἱππάρχ τοῖς ἱππάρχαις
    αιτιατική τὸν ἱππάρχην τοὺς ἱππάρχᾱς
     κλητική ! ἱππάρχ ἱππάρχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱππάρχ
γεν-δοτ τοῖν  ἱππάρχαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱππάρχης < (ἵππος) ἱππ- + -άρχης (ἄρχω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱππάρχης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία