Δείτε επίσης: ἵππαρχος, Ίππαρχος, Ἵππαρχος, ύπαρχος, ὕπαρχος, ἱππάρχης, ἱππάρχας, ύπατος, ὕπατος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίππαρχος οι ίππαρχοι
      γενική του ίππαρχου
& ιππάρχου
των ίππαρχων
& ιππάρχων
    αιτιατική τον ίππαρχο τους ίππαρχους
& ιππάρχους
     κλητική ίππαρχε ίππαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ίππαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἵππαρχος < ἵππος + ἄρχω. Συγχρονικά αναλύεται σε ίππ- + -αρχος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ίππαρχος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία