Δείτε επίσης: ἵππαρχος, Ίππαρχος, Ἵππαρχος, ύπαρχος, ὕπαρχος, ἱππάρχης, ἱππάρχας, ύπατος, ὕπατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίππαρχος οι ίππαρχοι
      γενική του ίππαρχου
ιππάρχου
των ίππαρχων
ιππάρχων
    αιτιατική τον ίππαρχο τους ίππαρχους
ιππάρχους
     κλητική ίππαρχε ίππαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίππαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἵππαρχος < ἵππος + ἄρχω. Συγχρονικά αναλύεται σε ίππ- + -αρχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.paɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίπ‐παρ‐χος
ομόηχο: ύπαρχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίππαρχος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία