Δείτε επίσης: ἵππαρχος, Ίππαρχος, ίππαρχος, ύπαρχος, ὕπαρχος, ἱππάρχης, ἱππάρχας, ύπατος, ὕπατος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἵππαρχος οἱ Ἵππαρχοι
      γενική τοῦ Ἱππάρχου τῶν Ἱππάρχων
      δοτική τῷ Ἱππάρχ τοῖς Ἱππάρχοις
    αιτιατική τὸν Ἵππαρχον τοὺς Ἱππάρχους
     κλητική ! Ἵππαρχε Ἵππαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἱππάρχω
γεν-δοτ τοῖν  Ἱππάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἵππαρχος < ἵππαρχος < (ἵππος) ἵππ- + -αρχος (ἄρχω)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἵππαρχος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα: Ίππαρχος
  2. προσωνυμία του θεού Ποσειδώνα

  Πηγές επεξεργασία