Δείτε επίσης: ύπαρχος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὕπαρχος οἱ ὕπαρχοι
      γενική τοῦ ὑπάρχου τῶν ὑπάρχων
      δοτική τῷ ὑπάρχ τοῖς ὑπάρχοις
    αιτιατική τὸν ὕπαρχον τοὺς ὑπάρχους
     κλητική ! ὕπαρχε ὕπαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπάρχω
γεν-δοτ τοῖν  ὑπάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὕπαρχος < (ὑπό) ὕπ- + -αρχος (ἄρχω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὕπαρχος αρσενικό

  1. (στρατιωτικός βαθμός) υποδιοικητής, υποστράτηγος
  2. (πολιτική) αυτός που προσωρινά αντικαθιστά τον κυβερνήτη (σατραπείας)
  3. (ελληνιστική σημασία) υποτελής
  4. (ελληνιστική σημασία)
     συνώνυμα: λατινικά: proconsul, legatus, praefectus

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία