Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροτονία οι χειροτονίες
      γενική της χειροτονίας των χειροτονιών
    αιτιατική τη χειροτονία τις χειροτονίες
     κλητική χειροτονία χειροτονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Χειροτονία ρωμαιοκαθολικού ιερέα (1520).

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειροτονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειροτονία (αρχαία σημασία: ψήφιση με ανάταση χεριών)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.ɾo.toˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρο‐το‐νί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειροτονία θηλυκό

  1. (εκκλησιαστικός όρος) τελετή κατά την οποία κάποιος γίνεται κληρικός (ή λαμβάνει μεγαλύτερο βαθμό ιεροσύνης)
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) ξυλοδαρμός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χειροτονί αἱ χειροτονίαι
      γενική τῆς χειροτονίᾱς τῶν χειροτονιῶν
      δοτική τῇ χειροτονί ταῖς χειροτονίαις
    αιτιατική τὴν χειροτονίᾱν τὰς χειροτονίᾱς
     κλητική ! χειροτονί χειροτονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χειροτονί
γεν-δοτ τοῖν  χειροτονίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειροτονία < χειροτονέω / χειροτον(ῶ) + -ία < (χείρ) χειρο- + → δείτε  τείνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειροτονία θηλυκό

  1. ψηφοφορία με ανάταση του χεριού
  2. (κατ’ επέκταση) ψηφοφορία, εκλογή, ψήφος
  3. (ελληνιστική σημασία) διορισμός (όπως σε αξίωμα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία