χειροτονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειροτονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειροτονία (αρχαία σημασία: ψήφιση με ανάταση χεριών)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çi.ɾo.toˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐το‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειροτονία θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος) τελετή κατά την οποία κάποιος γίνεται κληρικός (ή λαμβάνει μεγαλύτερο βαθμό ιεροσύνης)
- (μεταφορικά, σκωπτικό) ξυλοδαρμός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χειροτονία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χειροτονίᾱ | αἱ | χειροτονίαι |
γενική | τῆς | χειροτονίᾱς | τῶν | χειροτονιῶν |
δοτική | τῇ | χειροτονίᾳ | ταῖς | χειροτονίαις |
αιτιατική | τὴν | χειροτονίᾱν | τὰς | χειροτονίᾱς |
κλητική ὦ! | χειροτονίᾱ | χειροτονίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειροτονίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χειροτονίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειροτονία < χειροτονέω / χειροτον(ῶ) + -ία < (χείρ) χειρο- + → δείτε τείνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειροτονία θηλυκό
- ψηφοφορία με ανάταση του χεριού
- (κατ’ επέκταση) ψηφοφορία, εκλογή, ψήφος
- (ελληνιστική σημασία) διορισμός (όπως σε αξίωμα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χειροτονέω, χείρ και τείνω
Πηγές
επεξεργασία- χειροτονία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειροτονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.