Δείτε επίσης: φαντασιόκοπος

Ετυμολογία

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαντασιοκόπος η φαντασιοκόπος
& φαντασιοκόπα
το φαντασιοκόπο
      γενική του φαντασιοκόπου της φαντασιοκόπου
& φαντασιοκόπας
του φαντασιοκόπου
    αιτιατική τον φαντασιοκόπο τη φαντασιοκόπο
& φαντασιοκόπα
το φαντασιοκόπο
     κλητική φαντασιοκόπε φαντασιοκόπε
& φαντασιοκόπα
φαντασιοκόπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαντασιοκόποι οι φαντασιοκόποι
& φαντασιοκόπες
τα φαντασιοκόπα
      γενική των φαντασιοκόπων των φαντασιοκόπων των φαντασιοκόπων
    αιτιατική τους φαντασιοκόπους τις φαντασιοκόπους
& φαντασιοκόπες
τα φαντασιοκόπα
     κλητική φαντασιοκόποι φαντασιοκόποι
& φαντασιοκόπες
φαντασιοκόπα
Δείτε και φαντασιόκοπος, φαντασιόκοπη, φαντασιόκοπο.
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

φαντασιοκόπος, -ος/α, -ο [1] και φαντασιόκοπος, -η, -ο

  • που φαντάζεται απραγματοποίητες καταστάσεις, τρέφεται από μάταιες ελπίδες, που ζει με χίμαιρες
      19ος αιώνας Κατήντησες κενόφρων καὶ ἀσύνετος φαντασιοκόπος, παιδάκι μου ! » εἶπε τέλος πάντων ἡ γραῖα γυνὴ, ἀνίκανος νὰ συνέχῃ πλέον τὴν ἔκρηξιν τῆς ἀγανακτήσεώς της
    Ν. Αργυριάδης, Περικλής: Οι σκηναί εκ του ιδιωτικού και πολιτικού βίου των αρχαίων Αθηνών, 1861, σελ. 76 @books.google
      19ος αιώνας τέλος μιά ἀνεψιά, Κλοτίλδη Δεροζαί, ἤς ὀ πατήρ εἶχε πρό μικροῦ πέσει ἐν Ἀφρικῇ, ὡραία κόρη μελαγχρὴς, θυμώδης, φαντασιοκόπος, παραχαϊδευμένη καί τρομερά προαγγγέλλουσα
    Πανδώρα, τόμος 14, 1864, σελ. 475 @books.google
      20ός αιώνας Η μεταφορά, με λίγα λόγια, δεν είναι το φαντασιοκόπο 'διάνθισμα' των γεγονότων. Είναι ένας τρόπος 'εμπειρίας' των γεγονότων.
    Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία: Λογοτεχνικά Είδη και Μορφές, Τεχνικές και Τρόποι Γραφής, "Μεταφορά" Επιμέλεια: Αντώνης Δημόπουλος - 1. Terence Hawkes, Μεταφορά, μετάφραση: Γαβριήλ-Νίκος Πεντζίκης, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1978, σσ. 9-32, 54-136.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φαντασιοκόπος οι φαντασιοκόποι
      γενική του/της φαντασιοκόπου των φαντασιοκόπων
    αιτιατική τον/τη φαντασιοκόπο τους/τις φαντασιοκόπους
     κλητική φαντασιοκόπε φαντασιοκόποι
Δείτε επίσης, την κλίση του επιθέτου, και το «φαντασιόκοπος».
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

φαντασιοκόπος αρσενικό ή θηλυκό (ή αρσενικό ουσιαστικό [2])

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. φαντασιοκόπος, -ος, -ο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. φαντασιοκοπώ, & φαντασιοκόπος (ο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φαντασιοκόπος τὸ φαντασιοκόπον
      γενική τοῦ/τῆς φαντασιοκόπου τοῦ φαντασιοκόπου
      δοτική τῷ/τῇ φαντασιοκόπ τῷ φαντασιοκόπ
    αιτιατική τὸν/τὴν φαντασιοκόπον τὸ φαντασιοκόπον
     κλητική ! φαντασιοκόπε φαντασιοκόπον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φαντασιοκόποι τὰ φαντασιοκόπ
      γενική τῶν φαντασιοκόπων τῶν φαντασιοκόπων
      δοτική τοῖς/ταῖς φαντασιοκόποις τοῖς φαντασιοκόποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φαντασιοκόπους τὰ φαντασιοκόπ
     κλητική ! φαντασιοκόποι φαντασιοκόπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φαντασιοκόπω τὼ φαντασιοκόπω
      γεν-δοτ τοῖν φαντασιοκόποιν τοῖν φαντασιοκόποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

φαντασιοκόπος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις φαντασία και κόπτω