φαντασιόκοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φαντασιόκοπος < φαντασιοκόπος με μετακίνηση τόνου. Μορφολογικά αναλύεται σε φαντασί(α) + -ό- + -κοπος.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fan.da.siˈo.ko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐ντα‐σι‐ό‐κο‐πος
- τονικό παρώνυμο: φαντασιοκόπος
Επίθετο
επεξεργασία
φαντασιόκοπος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαντασιόκοπος
→ δείτε τη λέξη φαντασιοκόπος |