φαντασιοκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαντασιοκοπία < φαντασιοκόπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαντασιοκοπία θηλυκό
- (μειωτικό) για διήγηση ή ιδέα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά αποτελεί επινόηση μιας αχαλίνωτης φαντασίας
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαντασιοκοπία
|