Ετυμολογία

επεξεργασία
φαντασιοκοπώ < φαντασιοκόπος

φαντασιοκοπώ

  • ζω στον κόσμο της φαντασίας μου, φαντάζομαι απραγματοποίητα σχέδια ή πάντως πράγματα και καταστάσεις που δεν είναι αληθινές


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία