τιμώμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιμώμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τιμώμενος
Μετοχή επεξεργασία
τιμώμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος τιμώ/τιμάω
- εκείνος που τον τιμούν
- ↪ το τιμώμενο πρόσωπο - ο τιμώμενος προσκεκλημένος
- (παρωχημένο) εκείνος που τιμάται ως προϊόν
- ↪ τιμώμενο 50 δραχμές
- εκείνος που τον τιμούν
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη τιμή |
Σύνθετα επεξεργασία |
Μεταφράσεις επεξεργασία
τιμώμενος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
τιμώμενος, -η, -ον