Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιμώμενος η τιμώμενη το τιμώμενο
      γενική του τιμώμενου της τιμώμενης του τιμώμενου
    αιτιατική τον τιμώμενο την τιμώμενη το τιμώμενο
     κλητική τιμώμενε τιμώμενη τιμώμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιμώμενοι οι τιμώμενες τα τιμώμενα
      γενική των τιμώμενων των τιμώμενων των τιμώμενων
    αιτιατική τους τιμώμενους τις τιμώμενες τα τιμώμενα
     κλητική τιμώμενοι τιμώμενες τιμώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμώμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τιμώμενος

  Μετοχή επεξεργασία

τιμώμενος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τιμή

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τιμώμενος τιμωμένη τὸ τιμώμενον
      γενική τοῦ τιμωμένου τῆς τιμωμένης τοῦ τιμωμένου
      δοτική τῷ τιμωμέν τῇ τιμωμέν τῷ τιμωμέν
    αιτιατική τὸν τιμώμενον τὴν τιμωμένην τὸ τιμώμενον
     κλητική ! τιμώμενε τιμωμένη τιμώμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τιμώμενοι αἱ τιμώμεναι τὰ τιμώμεν
      γενική τῶν τιμωμένων τῶν τιμωμένων τῶν τιμωμένων
      δοτική τοῖς τιμωμένοις ταῖς τιμωμέναις τοῖς τιμωμένοις
    αιτιατική τοὺς τιμωμένους τὰς τιμωμένᾱς τὰ τιμώμεν
     κλητική ! τιμώμενοι τιμώμεναι τιμώμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τιμωμένω τὼ τιμωμέν τὼ τιμωμένω
      γεν-δοτ τοῖν τιμωμένοιν τοῖν τιμωμέναιν τοῖν τιμωμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

τιμώμενος, -η, -ον

  • μετοχή ενεστώτα του συνηρημένου μεσοπαθητικού τιμῶμαι, του τιμῶ, συνηρημένου τύπου του τιμάω