προτιμώμενος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προτιμώμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προτιμώ
ΜετοχήΕπεξεργασία
προτιμώμενος -η -ο
- που χαίρει προτίμησης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προτιμώμενος
προτιμώμενος -η -ο