σύσπαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύσπαστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύσπαστος (που μπορεί να συμπτυχθεί). Μορφολογικά αναλύεται σε σύ- + σπαστός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.spa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐σπα‐στος
Επίθετο
επεξεργασίασύσπαστος, -η, -ο
- που μπορεί να μαζεύεται, να συμπτύσσεται ή να κλείνει με σύσπαση
- (ιατρική) που έχει παρουσιάσει συστολή και δυσκαμψία
- → χρειάζεται παράθεμα που να εξηγεί
Συγγενικά
επεξεργασία- σύσπαστο (ουδέτερο)
→ δείτε τις λέξεις και, συσπώ, σύν και σπάω / σπάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύσπαστος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύσπαστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύσπαστος. Μορφολογικά αναλύεται σε σύ- + σπαστός → δείτε τη λέξη συσπώ.
Επίθετο
επεξεργασίασύσπαστος, -ος, -ον
- που μπορεί να συμπτυχθεί, σύσπαστος
- άλλες μορφές: συσπαστός
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σύσπαστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύσπαστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.