σύσπαστον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σύσπαστον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του σύσπαστος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύσπαστος
- ↪ ιδίως στον ελληνιστικό όρο σύσπαστον ἐγχειρίδιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σύσπαστο