σύσπαστο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.spa.sto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐σπα‐στο
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύσπαστο | τα | σύσπαστα |
γενική | του | σύσπαστου | των | σύσπαστων |
αιτιατική | το | σύσπαστο | τα | σύσπαστα |
κλητική | σύσπαστο | σύσπαστα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- σύσπαστο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύσπαστον < σύσπαστος / συσπαστός. Συγχρονικά αναλύεται σε σύ- + σπαστό ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύσπαστος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύσπαστο ουδέτερο
- (τεχνολογία) απλό είδος πολύσπαστου, συνδυασμός μιας ακίνητης και μιας κινητής τροχαλίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σύσπαστο
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- σύσπαστο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασύσπαστο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σύσπαστος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύσπαστος
Πηγές
επεξεργασία- σύσπαστο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σύσπαστο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σύσπαστον σελ.7012 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)