Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsi.spa.sto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐σπα‐στο

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύσπαστο τα σύσπαστα
      γενική του σύσπαστου των σύσπαστων
    αιτιατική το σύσπαστο τα σύσπαστα
     κλητική σύσπαστο σύσπαστα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σύσπαστο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύσπαστον < σύσπαστος / συσπαστός. Συγχρονικά αναλύεται σε σύ- + σπαστό ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύσπαστος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύσπαστο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
σύσπαστο: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

σύσπαστο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σύσπαστος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύσπαστος