Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλάγκο τα παλάγκα
      γενική του παλάγκου των παλάγκων
    αιτιατική το παλάγκο τα παλάγκα
     κλητική παλάγκο παλάγκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλάγκο < (αντιδάνειο) ιταλική palangο < νεολατινική palanca < αρχαία ελληνική φάλαγξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλάγκο ουδέτερο

  • μηχανισμός με τροχαλίες που χρησιμοποιείται στα πλοία για φορτοεκφορτώσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία