↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπόρκος η σπόρκα το σπόρκο
      γενική του σπόρκου της σπόρκας του σπόρκου
    αιτιατική τον σπόρκο τη σπόρκα το σπόρκο
     κλητική σπόρκε σπόρκα σπόρκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπόρκοι οι σπόρκες τα σπόρκα
      γενική των σπόρκων των σπόρκων των σπόρκων
    αιτιατική τους σπόρκους τις σπόρκες τα σπόρκα
     κλητική σπόρκοι σπόρκες σπόρκα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπόρκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική sporco (βρόμικος, αποκρουστικός, άσεμνος, αισχρός) < λατινική spurcus (βρόμικος, ακάθαρτος, (μεταφορικά) ανήθικος)

  Επίθετο

επεξεργασία

σπόρκος, -α, -ο

  1. (αρχική σημασία, για ναυτιλιακά έγγραφα) ελλιπής [1]
  2. ακάθαρτος, βρόμικος, ρυπαρός
  3. (μεταφορικά) τιποτένιος, ελεεινός
  4. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) που έχει μολυνθεί, που βρίσκεται σε καραντίνα εξαιτίας μολυσματικής νόσου (χολέρας κ.ά.)
     συνώνυμα: μολυσμένος, επιχόλερος
    → δείτε και σπόρκα με παράθεμα
  5. (λαϊκότροπο) που του λείπουν κάποια πράγματα, που δεν τα έχει τακτοποιήσει όλα
  6. (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) → δείτε  σπόρκα: ψάρια δεύτερης διαλογής
  7. χαλασμένος
    ※  τρία φυσίγγια είχανε
    και κείνα ήτανε σπόρκα
    (Κυριάκος Δ. Κάσσης, Σατυρικός λόγος στη Μάνη : «Τσάτιρες», 1983, σελ. 197)

Σημειώσεις

επεξεργασία

Ειδικά για το ουδέτερο πρώτο πληθυντικό, δείτε: σπόρκα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.