σπορκαρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπορκαρισμός < σπορκαρίζ(ομαι) + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπορκαρισμός αρσενικό
- (παρωχημένο) η διαδικασία που κάποιος τίθεται σε καραντίνα, προκειμένου να καθαρθεί ή να ιαθεί από μολυσματική νόσο (χολέρα κ.ά.)
- Ὁ ἀγαθὸς ἰατρὸς εἶχεν ἀνάψει τὸ μακρὸν τσιμπούκι του, μὲ τὸ ἠλέκτρινον στόμιον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀχώριστον εἰς πᾶν ταξίδιόν του, καὶ τὸ ὁποῖον εὐτυχῶς ἠδυνήθη νὰ μετάσχῃ τοῦ σπορκαρισμοῦ τοῦ κυρίου του. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπορκαρισμός
|