↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπορκαρισμός οι σπορκαρισμοί
      γενική του σπορκαρισμού των σπορκαρισμών
    αιτιατική τον σπορκαρισμό τους σπορκαρισμούς
     κλητική σπορκαρισμέ σπορκαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπορκαρισμός < σπορκαρίζ(ομαι) + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπορκαρισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία