Ετυμολογία

επεξεργασία
σπορκαρίζομαι < σπόρκος + -αρίζω + -ομαι

σπορκαρίζομαι

  • (παρωχημένο) βρίσκομαι σε καραντίνα, προκειμένου να καθαρθώ ή να ιαθώ από μολυσματική νόσο (χολέρα κ.ά.)
    Ἕκαστον πλοῖον τιθέμενον ὑπὸ κάθαρσιν ἦτο ὑπόχρεων νὰ προσλάβῃ ἕνα βαρδιάνον, ἤτοι φύλακα. Ἐὰν τὸ πλοῖον ἦτο μεγαλύτερον, ἔπαιρνε καὶ δύο τοιούτους φύλακας. Οἱ βαρδιάνοι οὗτοι ἦσαν γηραιοὶ ναῦται ἢ ἄλλοι ἄνθρωποι τοῦ τόπου πτωχοί, οἵτινες, χάριν μικροῦ μισθοῦ, ἐδέχοντο νὰ «σπορκαρισθοῦν», ἤτοι νὰ τεθῶσιν ὑπὸ κάθαρσιν, ὅπως ἐπιβλέπωσι τὴν ἀκριβῆ τήρησιν τῆς καθάρσεως ἐπὶ τῶν πλοίων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία