Δείτε επίσης: καραντί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραντίνα οι καραντίνες
      γενική της καραντίνας
    αιτιατική την καραντίνα τις καραντίνες
     κλητική καραντίνα καραντίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραντίνα < ιταλική quarantina[1] (=σαρανταριά) < quaranta (=σαράντα) < λατινική quadraginta (=σαράντα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷetwr̥̄ḱomt < *kʷetwr̥-dḱomt (τέσσερα-δέκα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραντίνα θηλυκό

  1. (επιδημιολογία) περιορισμός για κάποιο χρονικό διάστημα και εξέταση όσων ανθρώπων (ή ζώων ή εμπορευμάτων) έρχονταν από περιοχές που είχαν εξαπλωθεί μολυσματικές ασθένειες
  2. (επιδημιολογία) περιορισμός της επικοινωνίας με κάποιον που έχει προσβληθεί από μολυσματική μεταδοτική ασθένεια
  3. (μεταφορικά) κοινωνικός περιορισμός, αποφυγή ή απομόνωση κάποιου

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. Η λέξη προέρχεται από τη φράση quarantina giorni (=σαράντα μέρες) και αναφέρεται στο χρονικό διάστημα των σαράντα ημερών, κατά το οποίο τα βενετικά πλοία που έρχονταν από χώρες που είχαν πανούκλα, παρέμεναν σε καραντίνα στ' ανοιχτά, πριν πλησιάσουν την Βενετία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία