Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρανταριά οι σαρανταριές
      γενική της σαρανταριάς των σαρανταριών
    αιτιατική τη σαρανταριά τις σαρανταριές
     κλητική σαρανταριά σαρανταριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρανταριά < σαράντα + -αριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρανταριά θηλυκό

  1. ποσότητα από σαράντα ομοειδή αντικείμενα
    ήταν στη συγκέντρωση καμιά σαρανταριά άνθρωποι

  Μεταφράσεις επεξεργασία