Ετυμολογία

επεξεργασία
quarantina < quaranta (=σαράντα) < λατινική quadraginta (=σαράντα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷetwr̥̄ḱomt < *kʷetwr̥-dḱomt (τέσσερα-δέκα). Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) τετρώκοντα και το (σανσκριτικά) चत्वारिंशत् (catvāriṃśát)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

quarantina (it)

  1. σαρανταριά
  2. περίπου σαράντα