Βενετία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βενετία | οι | Βενετίες |
γενική | της | Βενετίας | των | Βενετιών |
αιτιατική | τη | Βενετία | τις | Βενετίες |
κλητική | Βενετία | Βενετίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Βενετία θηλυκό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
(του ονόματος της πόλης): Βενετιά
Επεξεργασία
- Βενετίτσα (υποκοριστικό ονόματος)
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Βενετία στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πόλη
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.