Βενετίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βενετίτσα | οι | Βενετίτσες |
γενική | της | Βενετίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Βενετίτσα | τις | Βενετίτσες |
κλητική | Βενετίτσα | Βενετίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βενετίτσα < Βενετ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ve.neˈti.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐νε‐τί‐τσα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βενετίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βενετία
Βενετίτσα
|