↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμηκτικός η σμηκτική το σμηκτικό
      γενική του σμηκτικού της σμηκτικής του σμηκτικού
    αιτιατική τον σμηκτικό τη σμηκτική το σμηκτικό
     κλητική σμηκτικέ σμηκτική σμηκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμηκτικοί οι σμηκτικές τα σμηκτικά
      γενική των σμηκτικών των σμηκτικών των σμηκτικών
    αιτιατική τους σμηκτικούς τις σμηκτικές τα σμηκτικά
     κλητική σμηκτικοί σμηκτικές σμηκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμηκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σμηκτικός (καθαριστικός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zmi.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμη‐κτι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

σμηκτικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με το σμήγμα
  2. που έχει καθαρτική ιδιότητα [2] όπως για φάρμακα και την απόσμηξη, τον καθαρισμό πληγής
  3. (φυσική) ενδιάμεση κατάσταση της ύλης μεταξύ στερεάς και υγρής μορφής [2] όπως στους υγρούς κρυστάλλους όπου τα μόρια κινούνται με χαρακτηριστική κίνηση[2]
    ⮡  Στη φυσική υγρών κρυστάλλων, οι υγροί κρύσταλλοι διακρίνονται ανάλογα με τη μοριακή τους διάταξη σε νηματικούς (σχηματίζουν σχήματα που μοιάζουν με νήματα), σμηκτικούς (σχηματίζουν παράλληλα επίπεδα ή στιβάδες), κιονικούς (σχηματίζουν ευθύγραμμες στήλες σαν «κίονες»).
    περισσότερα στο λήμμα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σμηκτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 2,0 2,1 2,2 σμηκτικός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • σμηκτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σμηκτικός σμηκτική τὸ σμηκτικόν
      γενική τοῦ σμηκτικοῦ τῆς σμηκτικῆς τοῦ σμηκτικοῦ
      δοτική τῷ σμηκτικ τῇ σμηκτικ τῷ σμηκτικ
    αιτιατική τὸν σμηκτικόν τὴν σμηκτικήν τὸ σμηκτικόν
     κλητική ! σμηκτικέ σμηκτική σμηκτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σμηκτικοί αἱ σμηκτικαί τὰ σμηκτικᾰ́
      γενική τῶν σμηκτικῶν τῶν σμηκτικῶν τῶν σμηκτικῶν
      δοτική τοῖς σμηκτικοῖς ταῖς σμηκτικαῖς τοῖς σμηκτικοῖς
    αιτιατική τοὺς σμηκτικούς τὰς σμηκτικᾱ́ς τὰ σμηκτικᾰ́
     κλητική ! σμηκτικοί σμηκτικαί σμηκτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σμηκτικώ τὼ σμηκτικᾱ́ τὼ σμηκτικώ
      γεν-δοτ τοῖν σμηκτικοῖν τοῖν σμηκτικαῖν τοῖν σμηκτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμηκτικός < σμήκτ(ης) + -ικός → δείτε  αρχαία ελληνική σμῆγμα (αλοιφή καθαρισμού)

  Επίθετο

επεξεργασία

σμηκτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  • (για φάρμακα) καθαρτικός, καθαριστικός
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 5, 89.3 @scaife.perseus
    δύναμιν δὲ ἔχει ἡ χρυσοκόλλα σμηκτικὴν οὐλῶν, κατασταλτικὴν σαρκωμάτων καὶ ἀνακαθαρτικήν, στυπτικήν τε καὶ θερμαντικήν,
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 5, 108.2 @scaife.perseus
    δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν τε καὶ σμηκτικὴν οὔλων […] πληρωτικήν τε ἑλκῶν καὶ κατουλωτικήν, ἔτι δὲ καὶ κατασταλτικὴν ὑπεροχῶν καὶ σμηκτικὴν ὀδόντων λεία καὶ σώματος εἰς ψίλωσιν τριχῶν.
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 3.41, p. 708 @scaife.perseus
    δεομένου μέντοι σμήχεσθαι τοῦ κάμνοντος ἢ διὰ ῥύπον ἢ διὰ κνησμὸν, ἐκλύειν δύναμιν τοῦ σμηκτικοῦ φαρμάκου μίξει πλείονος ὕδατος, ἐπεμβάλλοντας καὶ τοῦ ἐλαίου·
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 65 @scaife.perseus, @el.wikisource
    οἱ βολβοὶ δύσπεπτοι μέν εἰσι, πολύτροφοι δὲ καὶ εὐστόμαχοι, ἔτι δὲ σμηκτικοὶ καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως, διεγερτικοὶ δ’ ἀφροδισίων.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη σμάω