σμηκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμηκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σμηκτικός (καθαριστικός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zmi.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμη‐κτι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
σμηκτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το σμήγμα
- που έχει καθαρτική ιδιότητα [2] όπως για φάρμακα και την απόσμηξη, τον καθαρισμό πληγής
- (φυσική) ενδιάμεση κατάσταση της ύλης μεταξύ στερεάς και υγρής μορφής [2] όπως στους υγρούς κρυστάλλους όπου τα μόρια κινούνται με χαρακτηριστική κίνηση[2]
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σμηκτικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σμηκτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 2,0 2,1 2,2 σμηκτικός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές επεξεργασία
- σμηκτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμηκτικός < σμήκτ(ης) + -ικός → δείτε αρχαία ελληνική σμῆγμα (αλοιφή καθαρισμού)
Επίθετο επεξεργασία
σμηκτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- (για φάρμακα) καθαρτικός, καθαριστικός
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Δισκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, (De materia medica), 5.89.3, @scaife.perseus
- δύναμιν δὲ ἔχει ἡ χρυσοκόλλα σμηκτικὴν οὐλῶν, κατασταλτικὴν σαρκωμάτων καὶ ἀνακαθαρτικήν, στυπτικήν τε καὶ θερμαντικήν,
- & 5.108.2, @scaife.perseus
- δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν τε καὶ σμηκτικὴν οὔλων […] πληρωτικήν τε ἑλκῶν καὶ κατουλωτικήν, ἔτι δὲ καὶ κατασταλτικὴν ὑπεροχῶν καὶ σμηκτικὴν ὀδόντων λεία καὶ σώματος εἰς ψίλωσιν τριχῶν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 3.41, p. 708 @scaife.perseus
- δεομένου μέντοι σμήχεσθαι τοῦ κάμνοντος ἢ διὰ ῥύπον ἢ διὰ κνησμὸν, ἐκλύειν δύναμιν τοῦ σμηκτικοῦ φαρμάκου μίξει πλείονος ὕδατος, ἐπεμβάλλοντας καὶ τοῦ ἐλαίου·
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 65 @scaife.perseus, @el.wikisource
- οἱ βολβοὶ δύσπεπτοι μέν εἰσι, πολύτροφοι δὲ καὶ εὐστόμαχοι, ἔτι δὲ σμηκτικοὶ καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως, διεγερτικοὶ δ’ ἀφροδισίων.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Δισκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, (De materia medica), 5.89.3, @scaife.perseus
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σμάω
Πηγές επεξεργασία
- σμηκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.