Ετυμολογία

επεξεργασία
σμάω < λείπει η ετυμολογία

σμάω

  1. καθαρίζω με σαπούνι ή με αλοιφή
  2. (στην παθητική φωνή) πλένω ή επαλείφω το κεφάλι μου
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 110.2
    τότε καὶ τὴν κεφαλὴν σμᾶται μοῦνον βασιλεὺς καὶ Πέρσας δωρέεται
    είναι η μέρα που ο βασιλιάς πλένει το κεφάλι του με ανθόνερο, μονάχα τότε, και κάνει τα δώρα του στους Πέρσες·
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. (ελληνιστική κοινή) καθαρίζω, σκουπίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία