ἐπισμάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπισμάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἐπισμάω
- τρίβω ή επαλείφω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι, στίχ. 389 @scaife.perseus
- τί γὰρ οὗτος ἡμᾶς οὐκ ἐπισμῇ τῶν κακῶν;
- Γιατί αυτός απ’ τα κακά που υπάρχουν με τι δε μας περιλούζει;
- Μετάφραση (2008): Θ. Γ. Μαυρόπουλος
- τί γὰρ οὗτος ἡμᾶς οὐκ ἐπισμῇ τῶν κακῶν;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι, στίχ. 389 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σμάω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπισμάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.