σκαφοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκαφοειδής | η | σκαφοειδής | το | σκαφοειδές |
γενική | του | σκαφοειδούς* | της | σκαφοειδούς | του | σκαφοειδούς |
αιτιατική | τον | σκαφοειδή | τη | σκαφοειδή | το | σκαφοειδές |
κλητική | σκαφοειδή(ς) | σκαφοειδής | σκαφοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκαφοειδείς | οι | σκαφοειδείς | τα | σκαφοειδή |
γενική | των | σκαφοειδών | των | σκαφοειδών | των | σκαφοειδών |
αιτιατική | τους | σκαφοειδείς | τις | σκαφοειδείς | τα | σκαφοειδή |
κλητική | σκαφοειδείς | σκαφοειδείς | σκαφοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκαφοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκαφοειδής < αρχαία ελληνική σκάφ(ος) + -ο- + -ειδής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ska.fo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐φο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίασκαφοειδής, -ής, -ές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σκαφιδοειδής < σκάφη
- σκαφοειδίτιδα
- → δείτε τη λέξη σκάφος & σκαφίδα, σκάφη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σκαφοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σκαφοειδής | τὸ | σκαφοειδές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | σκαφοειδοῦς | τοῦ | σκαφοειδοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | σκαφοειδεῖ | τῷ | σκαφοειδεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σκαφοειδῆ | τὸ | σκαφοειδές | ||
κλητική ὦ! | σκαφοειδές | σκαφοειδές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σκαφοειδεῖς | τὰ | σκαφοειδῆ | ||
γενική | τῶν | σκαφοειδῶν | τῶν | σκαφοειδῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | σκαφοειδέσῐ(ν) | τοῖς | σκαφοειδέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | σκαφοειδεῖς | τὰ | σκαφοειδῆ | ||
κλητική ὦ! | σκαφοειδεῖς | σκαφοειδῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκαφοειδεῖ | τὼ | σκαφοειδεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκαφοειδοῖν | τοῖν | σκαφοειδοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκαφοειδής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκάφ(ος) + -ο- + -ειδής → και δείτε τη λέξη σκάπτω
Επίθετο
επεξεργασίασκαφοειδής, -ής, -ές
- (ελληνιστική κοινή) σκαφοειδής, κοίλος, με βαθούλωμα
Πηγές
επεξεργασία- σκαφοειδής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκαφοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.