πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαφοειδής η σκαφοειδής το σκαφοειδές
      γενική του σκαφοειδούς* της σκαφοειδούς του σκαφοειδούς
    αιτιατική τον σκαφοειδή τη σκαφοειδή το σκαφοειδές
     κλητική σκαφοειδή(ς) σκαφοειδής σκαφοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαφοειδείς οι σκαφοειδείς τα σκαφοειδή
      γενική των σκαφοειδών των σκαφοειδών των σκαφοειδών
    αιτιατική τους σκαφοειδείς τις σκαφοειδείς τα σκαφοειδή
     κλητική σκαφοειδείς σκαφοειδείς σκαφοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
  • σκαφοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σκαφοειδής τὸ σκαφοειδές
      γενική τοῦ/τῆς σκαφοειδοῦς τοῦ σκαφοειδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ σκαφοειδεῖ τῷ σκαφοειδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν σκαφοειδ τὸ σκαφοειδές
     κλητική ! σκαφοειδές σκαφοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σκαφοειδεῖς τὰ σκαφοειδ
      γενική τῶν σκαφοειδῶν τῶν σκαφοειδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς σκαφοειδέσ(ν) τοῖς σκαφοειδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς σκαφοειδεῖς τὰ σκαφοειδ
     κλητική ! σκαφοειδεῖς σκαφοειδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκαφοειδεῖ τὼ σκαφοειδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν σκαφοειδοῖν τοῖν σκαφοειδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαφοειδής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκάφ(ος) + -ο- + -ειδής  και δείτε τη λέξη σκάπτω

σκαφοειδής, -ής, -ές