Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαφιδωτός η σκαφιδωτή το σκαφιδωτό
      γενική του σκαφιδωτού της σκαφιδωτής του σκαφιδωτού
    αιτιατική τον σκαφιδωτό τη σκαφιδωτή το σκαφιδωτό
     κλητική σκαφιδωτέ σκαφιδωτή σκαφιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαφιδωτοί οι σκαφιδωτές τα σκαφιδωτά
      γενική των σκαφιδωτών των σκαφιδωτών των σκαφιδωτών
    αιτιατική τους σκαφιδωτούς τις σκαφιδωτές τα σκαφιδωτά
     κλητική σκαφιδωτοί σκαφιδωτές σκαφιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαφιδωτός < σκαφιδώνω + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

σκαφιδωτός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία