↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νήδυμος η νήδυμη το νήδυμο
      γενική του νήδυμου της νήδυμης του νήδυμου
    αιτιατική τον νήδυμο τη νήδυμη το νήδυμο
     κλητική νήδυμε νήδυμη νήδυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νήδυμοι οι νήδυμες τα νήδυμα
      γενική των νήδυμων των νήδυμων των νήδυμων
    αιτιατική τους νήδυμους τις νήδυμες τα νήδυμα
     κλητική νήδυμοι νήδυμες νήδυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νήδυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νήδυμος < ἥδυμος[1] [2] < ἡδύς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈni.ði.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νή‐δυ‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

νήδυμος, -η/-ος, -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νήδυμος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νήδυμος τὸ νήδυμον
      γενική τοῦ/τῆς νηδύμου τοῦ νηδύμου
      δοτική τῷ/τῇ νηδύμ τῷ νηδύμ
    αιτιατική τὸν/τὴν νήδυμον τὸ νήδυμον
     κλητική ! νήδυμε νήδυμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νήδυμοι τὰ νήδυμ
      γενική τῶν νηδύμων τῶν νηδύμων
      δοτική τοῖς/ταῖς νηδύμοις τοῖς νηδύμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νηδύμους τὰ νήδυμ
     κλητική ! νήδυμοι νήδυμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νηδύμω τὼ νηδύμω
      γεν-δοτ τοῖν νηδύμοιν τοῖν νηδύμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νήδυμος < ἥδυμος[1] [2] < ἡδύς

  Επίθετο

επεξεργασία

νήδυμος, -ος, -ον

  1. γλυκός, ευχάριστος
  2. (για ύπνο) βαθύς, ήρεμος, γλυκός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 793
    ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος·
    ύπνος γλυκός τη συνεπήρε,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ομηρική φράση: Δία δ᾽ οὐκ ἔχεν ἥδυμος ὕπνος (Όμηρος, Ιλιάς, Β 2)
  2. 2,0 2,1 ο Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ (3ος—2ος αιώνας π.Χ.) σε σχόλιά του στον Όμηρο το Π ετυμολογεί: < νη- + δύνω