νήδυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νήδυμος | η | νήδυμη | το | νήδυμο |
γενική | του | νήδυμου | της | νήδυμης | του | νήδυμου |
αιτιατική | τον | νήδυμο | τη | νήδυμη | το | νήδυμο |
κλητική | νήδυμε | νήδυμη | νήδυμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νήδυμοι | οι | νήδυμες | τα | νήδυμα |
γενική | των | νήδυμων | των | νήδυμων | των | νήδυμων |
αιτιατική | τους | νήδυμους | τις | νήδυμες | τα | νήδυμα |
κλητική | νήδυμοι | νήδυμες | νήδυμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νήδυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νήδυμος < ἥδυμος[1] [2] < ἡδύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈni.ði.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νή‐δυ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίανήδυμος, -η/-ος, -ο
- (λόγιο) που δεν ταράζεται
- ≈ συνώνυμα: αδιατάρακτος, γλυκύς, ευχάριστος, ήρεμος
- ※ […] αναπέμπονται προς τον ουρανόν […] αι φοβερώτεραι των βλασφημιών υπ' εκείνων των ταλαιπώρων, των οποίων τον νήδυμον ύπνον και το παρήγορον όνειρον διακόπτει η αγρία ωρυγή του σαλεπτσή. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι, Αθήνα, εκδ. Ι.Ν.Σιδέρης, 1894)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανήδυμος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | νήδυμος | τὸ | νήδυμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | νηδύμου | τοῦ | νηδύμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | νηδύμῳ | τῷ | νηδύμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νήδυμον | τὸ | νήδυμον | ||
κλητική ὦ! | νήδυμε | νήδυμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | νήδυμοι | τὰ | νήδυμᾰ | ||
γενική | τῶν | νηδύμων | τῶν | νηδύμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | νηδύμοις | τοῖς | νηδύμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | νηδύμους | τὰ | νήδυμᾰ | ||
κλητική ὦ! | νήδυμοι | νήδυμᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νηδύμω | τὼ | νηδύμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νηδύμοιν | τοῖν | νηδύμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανήδυμος, -ος, -ον
- γλυκός, ευχάριστος
- (για ύπνο) βαθύς, ήρεμος, γλυκός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 793
- ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος·
- ύπνος γλυκός τη συνεπήρε,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 793
Πηγές
επεξεργασία- νήδυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νήδυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ομηρική φράση: Δία δ᾽ οὐκ ἔχεν ἥδυμος ὕπνος (Όμηρος, Ιλιάς, Β 2)
- ↑ 2,0 2,1 ο Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ (3ος—2ος αιώνας π.Χ.) σε σχόλιά του στον Όμηρο το Π ετυμολογεί: < νη- + δύνω