κατάστικτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατάστικτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάστικτος
Επίθετο
επεξεργασίακατάστικτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (λόγιο, μεταφορικά) γεμάτος στίγματα
- (μεταφορικά) Και μιλάμε επίσης για πρόσωπα των οποίων η καθημερινότητα ρέπει μονίμως προς το κακό και τη διαστροφή, χτίζοντας μια ανθρωπολογία της απανθρωπιάς κατάστικτη από εμμονές και ψυχώσεις που σκοτώνουν. (*)
- ≈ συνώνυμα: διάστικτος, ποικιλόχρωμος, πιτσιλωτός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατάστικτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κατάστικτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακατάστικτος, -ος, -ον
- γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με σημάδια, διάστικτος, πιτσιλωτός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 697 (695-698)
- καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας | νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων | σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, καὶ καταστίκτους δορὰς | ὄφεσι κατεζώσαντο λιχμῶσιν γένυν.
- Άφησαν πρώτα τα μαλλιά τους να χυθούν στους ώμους, | έσφιξαν τα κατάστικτα δέρματα ελαφιών, | αν είχαν λυθεί οι κόμποι που τα έδεναν, | και τα έζωσαν με φίδια που τους έγλειφαν το μάγουλο.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας | νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων | σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, καὶ καταστίκτους δορὰς | ὄφεσι κατεζώσαντο λιχμῶσιν γένυν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 3 @scaife.perseus
- Ἄλλος ὃς καλεῖται κνιπολόγος, τὸ μέγεθος μικρὸς ὅσον ἀκανθυλλίς, τὴν δὲ χρόαν σποδοειδὴς καὶ κατάστικτος· φωνεῖ δὲ μικρόν·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τοῦ πότερον τὰ ψυχῆς ἢ τὰ σώματος πάθη χείρονα, Section 2, 500d @scaife.perseus
- ἡ μὲν οὖν Αἰσώπειος ἀλώπηξ περὶ ποικιλίας δικαζομένη πρὸς τὴν πάρδαλιν, ὡς ἐκείνη τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐπιφάνειαν εὐανθῆ καὶ κατάστικτον ἐπεδείξατο, τῇ δʼ ἦν τὸ ξανθὸν αὐχμηρὸν καὶ οὐχ ἡδὺ προσιδεῖν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 697 (695-698)
- (για ρούχα) ποικιλόχρωμος, παρδαλός
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἰνδική, 5.9 @scaife.perseus
- καὶ αὐτοὶ Ἰνδοὶ ὑπὸ τυμπάνων τε καὶ κυμβάλων στελλόμενοι ἐς τὰς μάχας, καὶ ἐσθὴς αὐτοῖσι κατάστικτος ἐοῦσα, κατάπερ τοῦ Διονύσου τοῖσι βάκχοισιν·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἰνδική, 5.9 @scaife.perseus
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατάστικτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάστικτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.