πυκνόστικτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυκνόστικτος, -ος, -ον
- (σπάνιο) που έχει πυκνά στίγματα, κατάστικτος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1092 (1091-1095)
- καὶ τὸν ἀγρευτὰν Ἀπόλλω | καὶ κασιγνήταν πυκνοστίκτων ὀπαδὸν | ὠκυπόδων ἐλάφων, στέρ-|γω διπλᾶς ἀρωγὰς | μολεῖν γᾷ τᾷδε καὶ πολίταις.
- Εύχομαι ακόμη ο θηρευτής Απόλλων, | μαζί κι η αδελφή του, που ελάφια ωκύποδα, με δέρμα παρδαλό, | τη συνοδεύουν, ελάτε οι δυο σας | αρωγοί σ᾽ αυτή τη γη | και στους πολίτες της.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ≈ συνώνυμα: ποικιλόστικτος, κατάστικτος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1092 (1091-1095)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πυκνόστικτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυκνόστικτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.