Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πυκνόστικτος τὸ πυκνόστικτον
      γενική τοῦ/τῆς πυκνοστίκτου τοῦ πυκνοστίκτου
      δοτική τῷ/τῇ πυκνοστίκτ τῷ πυκνοστίκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυκνόστικτον τὸ πυκνόστικτον
     κλητική ! πυκνόστικτε πυκνόστικτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυκνόστικτοι τὰ πυκνόστικτ
      γενική τῶν πυκνοστίκτων τῶν πυκνοστίκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς πυκνοστίκτοις τοῖς πυκνοστίκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυκνοστίκτους τὰ πυκνόστικτ
     κλητική ! πυκνόστικτοι πυκνόστικτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυκνοστίκτω τὼ πυκνοστίκτω
      γεν-δοτ τοῖν πυκνοστίκτοιν τοῖν πυκνοστίκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυκνόστικτος < πυκνό- + -στικτος

  Επίθετο επεξεργασία

πυκνόστικτος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία