Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποικιλόχρωμος η ποικιλόχρωμη το ποικιλόχρωμο
      γενική του ποικιλόχρωμου της ποικιλόχρωμης του ποικιλόχρωμου
    αιτιατική τον ποικιλόχρωμο την ποικιλόχρωμη το ποικιλόχρωμο
     κλητική ποικιλόχρωμε ποικιλόχρωμη ποικιλόχρωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποικιλόχρωμοι οι ποικιλόχρωμες τα ποικιλόχρωμα
      γενική των ποικιλόχρωμων των ποικιλόχρωμων των ποικιλόχρωμων
    αιτιατική τους ποικιλόχρωμους τις ποικιλόχρωμες τα ποικιλόχρωμα
     κλητική ποικιλόχρωμοι ποικιλόχρωμες ποικιλόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποικιλόχρωμος < ελληνιστική κοινή ποικιλόχρωμος < αρχαία ελληνική ποικιλόχρως (Μορφολογικά αναλύεται σε ποικίλ(ος) + -ό- + -χρωμος)

  Επίθετο επεξεργασία

ποικιλόχρωμος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία