Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καναδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καναδικ
ός
η
καναδικ
ή
το
καναδικ
ό
γενική
του
καναδικ
ού
της
καναδικ
ής
του
καναδικ
ού
αιτιατική
τον
καναδικ
ό
την
καναδικ
ή
το
καναδικ
ό
κλητική
καναδικ
έ
καναδικ
ή
καναδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καναδικ
οί
οι
καναδικ
ές
τα
καναδικ
ά
γενική
των
καναδικ
ών
των
καναδικ
ών
των
καναδικ
ών
αιτιατική
τους
καναδικ
ούς
τις
καναδικ
ές
τα
καναδικ
ά
κλητική
καναδικ
οί
καναδικ
ές
καναδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
καναδικός
<
Καναδάς
Επίθετο
Επεξεργασία
καναδικός, -ή, -ό
σχετικά με τον
Καναδά
Συνώνυμα
Επεξεργασία
(
οικείο
)
καναδέζικος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
καναδικός
γαλλικά
:
canadien
(fr)
,
québecois
(fr)