• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καναδέζικος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καναδέζικος η καναδέζικη το καναδέζικο
      γενική του καναδέζικου της καναδέζικης του καναδέζικου
    αιτιατική τον καναδέζικο την καναδέζικη το καναδέζικο
     κλητική καναδέζικε καναδέζικη καναδέζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καναδέζικοι οι καναδέζικες τα καναδέζικα
      γενική των καναδέζικων των καναδέζικων των καναδέζικων
    αιτιατική τους καναδέζικους τις καναδέζικες τα καναδέζικα
     κλητική καναδέζικοι καναδέζικες καναδέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καναδέζικος < Καναδάς

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

καναδέζικος, -η, -ο

  • (οικείο) καναδικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καναδέζικος&oldid=5354792"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 22:01
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 22:01.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie