• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Καναδέζος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : καναδέζος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καναδέζος οι Καναδέζοι
      γενική του Καναδέζου των Καναδέζων
    αιτιατική τον Καναδέζο τους Καναδέζους
     κλητική Καναδέζε Καναδέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Καναδέζος < Καναδ(άς) + -έζος

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Καναδέζος αρσενικό (θηλυκό Καναδέζα)

  • (εθνικό όνομα, οικείο) ο Καναδός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • Καναδέζα
  • καναδέζα (στρατιωτικό όχημα)
  • καναδέζικος
  • Καναδή
  • καναδικός
  • → και δείτε τη λέξη Καναδάς

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    Καναδέζος
  • → δείτε τη λέξη Καναδός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Καναδέζος&oldid=5149640"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Ιουλίου 2021, στις 09:59
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Ιουλίου 2021, στις 09:59.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie