καναδέζα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καναδέζα | οι | καναδέζες |
γενική | της | καναδέζας | — | |
αιτιατική | την | καναδέζα | τις | καναδέζες |
κλητική | καναδέζα | καναδέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καναδέζα < καναδέζ(ος) + -α (-έζα)
- για το στρατιωτικό όχημα → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καναδέζα θηλυκό
- (επιθετική λειτουργία) η Καναδέζα → δείτε τη λέξη Καναδή
- (στρατιωτικός όρος, ανεπίσημο, στρατιωτική αργκό) οποιοδήποτε όχημα (φορτηγό) με ωφέλιμο φορτίο μεταξύ 1/2 και 1 1/4 του τόνου (αρχικά αναφερόταν στα οχήματα της σειράς WC του Β΄ Παγκοσμίου της Dodge και τα μεταγενέστερα Μ37)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καναδός
εθνικό όνομα
|
στρατιωτικό όχημα
|