Δείτε επίσης: καναδή

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καναδή οι Καναδές
      γενική της Καναδής των Καναδών
    αιτιατική την Καναδή τις Καναδές
     κλητική Καναδή Καναδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Καναδή < Καναδ(ός) +

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Καναδή θηλυκό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καναδός