Δείτε επίσης: καναδέζα

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καναδέζα οι Καναδέζες
      γενική της Καναδέζας
    αιτιατική την Καναδέζα τις Καναδέζες
     κλητική Καναδέζα Καναδέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Καναδέζα < Καναδέζ(ος) + (-έζα)

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Καναδέζα θηλυκό και Καναδή

  1. (εθνικό όνομα, οικείο) θηλυκό του Καναδέζος, η Καναδή
  2. (στρατιωτικό όχημα) → δείτε τη λέξη καναδέζα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καναδός