δυσώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσώνυμος < (λόγιο) ελληνιστική κοινή δυσώνυμος < αρχαία ελληνική κακός + ὄνομα
Επίθετο
επεξεργασίαδυσώνυμος, -η, -ο
- που έχει κακό ή κακόηχο όνομα, που έχει κακή φήμη· (κατ’ επέκταση) που είναι μισητός
- ※ Το δυσώνυμο τοπωνύμιο (η) Κασσίδα ή (του) Κασσίδη ήταν κάποτε σε ευρεία χρήση στην ελληνική πρωτεύουσα. […] Για πρώτη φορά το 1908 θεσμοθετήθηκε η μετονομασία της γειτονιάς του Κασσίδη σε γειτονιά Αχαρνών
- Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, «Η παραδοσιακή γειτονιά του Αγίου Παύλου των Αθηνών. Πως εξαφανίστηκε το δυσώνυμο τοπωνύμιο Κασσίδα από την Αθήνα», Τα Αθηναϊκά (29 Ιουνίου 2019)· πρόσβαση: 2021-01-09.
- ※ Το πρόσωπο όμως του Ιούδα, με τη συμπεριφορά του δημιουργεί στον κάθε ένα από εμάς ανάλογα ερωτήματα. Ας δούμε τι μας λένε οι θεοφόροι Πατέρες. Δυσώνυμο τον ονομάζει ο ιερός μελωδός, ο Άγιος Κοσμάς ο Ποιητής
- ο Καστορίας Σεραφείμ †, «Ο δυσώνυμος», Ρομφαία.gr (12 Απριλίου 2017)· πρόσβαση: 2021-01-09.
- ※ Στο Ιερό Βιβλίο της Αποκαλύψεως αναφέρεται ο δυσώνυμος αριθμός 666 (Χ Ξ Σ) ως η ταυτότητα του Αντιχρίστου με τον οποίο θα θελήσει να σφραγίσει και να οικειοποιηθεί τους ανθρώπους στα έσχατα χρόνια
- π. Διονύσιος Ταμπάκης, «Τί σημαίνει και πώς ερμηνεύεται το 666;», Δόγμα.gr (28 Ιουλίου 2016)· πρόσβαση: 2021-01-09.
- ※ Το δυσώνυμο τοπωνύμιο (η) Κασσίδα ή (του) Κασσίδη ήταν κάποτε σε ευρεία χρήση στην ελληνική πρωτεύουσα. […] Για πρώτη φορά το 1908 θεσμοθετήθηκε η μετονομασία της γειτονιάς του Κασσίδη σε γειτονιά Αχαρνών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσώνυμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδυσώνυμος, -ος, -ον
- που έχει κακό όνομα, φήμη, δυσοίωνος, μισητός, καταραμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 255 (255-257)
- ἦ μάλα δὴ τείρουσι δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν | μαρνάμενοι περὶ ἄστυ· σὲ δ᾽ ἐνθάδε θυμὸς ἀνῆκεν | ἐλθόντ᾽ ἐξ ἄκρης πόλιος Διὶ χεῖρας ἀνασχεῖν.
- Οι επικατάρατοι Αχαιοί στενά μας περιορίζουν | κάτω απ᾽ τα τείχη· κι έρχεσαι, καθώς σου ᾽πε η καρδιά σου, | τα χέρια απ᾽ την ακρόπολιν να υψώσεις προς τον Δία.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἦ μάλα δὴ τείρουσι δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν | μαρνάμενοι περὶ ἄστυ· σὲ δ᾽ ἐνθάδε θυμὸς ἀνῆκεν | ἐλθόντ᾽ ἐξ ἄκρης πόλιος Διὶ χεῖρας ἀνασχεῖν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 571 (571-572)
- ἥδε δὴ ἠὼς εἶσι δυσώνυμος, ἥ μ᾽ Ὀδυσῆος | οἴκου ἀποσχήσει·
- αύριο φτάνει η καταραμένη αυγή, | αυτή θα με χωρίσει από του Οδυσσέα το σπίτι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἥδε δὴ ἠὼς εἶσι δυσώνυμος, ἥ μ᾽ Ὀδυσῆος | οἴκου ἀποσχήσει·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 171 (170-172)
- «μῆτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ᾽ ὑποσχόμενος τελέσαιμι | ἔργον, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω | ἡμετέρου· πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.»
- «Μητέρα, εγώ αν αναλάμβανα θα τέλειωνα αυτό το έργο, | αφού τον ακατονόμαστο πατέρα μου δεν υπολογίζω. | Γιατί νωρίτερα αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- «μῆτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ᾽ ὑποσχόμενος τελέσαιμι | ἔργον, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω | ἡμετέρου· πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 255 (255-257)
- που έχει όνομα που προμηνύει άσχημα γεγονότα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 914 (913-914)
- πᾷ πᾷ | κεῖται ὁ δυστράπελος δυσώνυμος Αἴας;
- Πού, πες μου πού κείται δυσώνυμος | ο Αίας αμετάπειστος;
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- πᾷ πᾷ | κεῖται ὁ δυστράπελος δυσώνυμος Αἴας;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 914 (913-914)
Πηγές
επεξεργασία- δυσώνυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.